ὀξύτητες

ὀξύτητες
ὀξύτης
sharpness
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξίς — ὀξίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό 2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον 3. το φυτό οξαλίδα 4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα 5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες οι οξύτητες.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλάκης, Αντώνιος — (ή Alience, όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, Μήλος 1556 – Βενετία 1629). Έλληνας ζωγράφος, κρητικής καταγωγής. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία κοντά στους αδελφούς του και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πάολο Βερονέζε. Η παιδεία του… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ποριώτης, Νικόλαος — (1870 – 1945). Λόγιος και μεταφραστής. Υπέρμαχος της δημοτικής, αγωνίστηκε για την καθιέρωση της σε μια περίοδο κατά την οποία οι γλωσσικές διαμάχες προκαλούσαν σοβαρές οξύτητες. Έγραψε διάφορα αξιόλογα έργα, τα κυριότερα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • ήπιος — α, ο επίρρ. α 1. ήρεμος, μετριοπαθής: Ήπιος χαρακτήρας. 2. εύκρατος: Ήπιο κλίμα. 3. μτφ., ήπιο πολιτικό κλίμα (χωρίς οξύτητες). 4. επιεικής: Ήπια τιμωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”